- ἀκρωλένιον
- ἀκρ-ωλένιον, τό,A elbow of a net, i.e. outer angle of mesh, X.Cyn.2.6, Poll.5.29.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακρωλένιον — ἀκρωλένιον, το (Α) 1. το άκρο τής ωλένης, ο αγκώνας 2. η άκρη ή εξωτερική γωνία τού κυνηγετικού διχτύου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρ(ο) (Ι) + ὠλένη] … Dictionary of Greek
ἀκρωλένιον — elbow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρωλενίοις — ἀκρωλένιον elbow neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρωλένια — ἀκρωλένιον elbow neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)